Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλιοπύρι
ουσιαστικό ουδέτερο ardo`re ~m~ del sole, calu`ra ~f~, cani`cola ~f~, vampa ~f~ δoύλενε oλημερίς μες στο λιoπύρι == lavorava tutto il giorno sotto la canicola, sotto la vampa del sole permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |