Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λίπανση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ingrassa`ggio ~m~, lubrificazio`ne ~f~
2 concimazio`ne ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιπαίνω λιπαντικό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---