Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόλιπαρός
επίθετο 1 grasso, che contie`ne grasso, untuo`so λιπαρό δέρμα == pelle grassa, untuosa 2 ((figurato)) fe`rtile, grasso λιπαρότατος επίθετο superlativo di [λιπαρός] λιπαρότερος επίθετο comparativo di [λιπαρός] λιπαρώτατος επίθετο superlativo di [λιπαρός] λιπαρώτερος επίθετο comparativo di [λιπαρός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |