Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιπαντικό  
ουσιαστικό ουδέτερο

lubrifica`nte ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λίπανση λιπαντικός  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


auto το ντεπόζιτο λιπαντικών = αυτοκίνητο coppa [θηλ.] dell'olio


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---