Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λιποθυμάω
ρήμα αμετάβατο

variante di [λιποθυμώ]

λιποθυμώ  
ρήμα αμετάβατο

sveni`re, veni`re meno λιπoθύμησε από την κούραση == svenne dalla fatica

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λιποειδές λιποθυμία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---