Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΛονδρέζα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Λονδρέζος] Λονδρέζος ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~mf~ di Londra, londine`se ~mf~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |