Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


λοιμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 mori`a ~f~, conta`gio ~m~
2 peste ~f~, pestile`nza ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  λοιμοκαθαρτήριο λοιμώδης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---