Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κρεβατοκάμαρα {δύσχρ. κρ... κρεμάστρα {κρεμαστρώ...
κρεβατομουρμούρα {χωρ. πληθ... κρεματόριο {κρεματορί...
κρεβατωμένος [επίθ.] κρεμάω (κρέμ-ασα,...
κρεβατώνομαι [ρ. παθ.] κρεμεζής [επίθ.]
κρείσσων [επίθ.] κρεμεζί [ουσ ουδ.]
κρείττων [επίθ.] κρεμιέμαι [ρ. παθ.]
κρείττων [επίθ.] κρεμίζω [ρ.]
κρεμ [επίθ.] κρεμισένιος [επίθ.]
κρεμ [ουσ ουδ.] Κρεμλίνο [ουσ ουδ.]
κρέμα {κρεμών} κρεμλινολογία [θηλ.ουσ]
κρεμαγιέρα {δύσχρ. κρ... κρεμμάζω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
κρεμάλα {χωρ. γεν.... κρεμμίζω [ρ.]
κρεμάμενος [επίθ.] κρεμμός [ουσ αρσ ]
κρεμαμός [ουσ αρσ ] κρεμμύδι {κρεμμυδ-ι...
κρεμανταλάς {κρεμανταλ... κρεμμύδιν [ουσ ουδ.]
κρεμανταλού {κρεμαντα-... κρεμμυδόφλουδα [θηλ.ουσ]
κρέμαση [θηλ.ουσ] κρεμμυδοφύλαξ [ουσ αρσ ]
κρέμασμα {κρεμάσμ-α... κρεμμώ [ρ. μτβ. και αμετβ.]
κρεμασμένος [επίθ.] κρεμνίζω [ρ.]
κρεμασμένος [ουσ αρσ ] κρεμνός [ουσ αρσ ]
κρεμασμός [ουσ αρσ ] κρεμνώ [-άς, -ά] ...
κρεμαστά [επίρ.] κρέμομαι {μόνο σε ε...
κρεμάστα [θηλ.ουσ] κρεμώ {κρεμάς......
κρεμαστάρι {κρεμασταρ... κρένω {εύχρ. σε ...
κρεμαστός [επίθ.] Κρεολή [θηλ.ουσ]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: