Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

κερματισμός [ουσ αρσ ] κεφαλαίο [ουσ ουδ.]
κερματοδέκτης {κερματοδε... κεφαλαιοαγορά [θηλ.ουσ]
κερμεζής [επίθ.] κεφαλαιοκράτης {κεφαλαιοκ...
κερνάω αόρ. κέρασ... κεφαλαιοκρατία {χωρ. πληθ...
κερνώ {κερνάς...... κεφαλαιοκράτις [θηλ.ουσ]
κεροδοσιά {κεροδοσιώ... κεφαλαιοκράτισσα {κεφαλαιοκ...
κερομάστιχον [ουσ ουδ.] κεφάλαιον [ουσ ουδ.]
κεροπάνι [ουσ ουδ.] κεφαλαιοποιημένος [επίθ.]
κεροστάτης [ουσ αρσ ] κεφαλαιοποίηση {-ης κ. -ή...
κερτός [επίθ.] κεφαλαιοποιώ [-είς, -εί...
κέρωμα [ουσ ουδ.] κεφαλαιούχος [ουσ αρσ και θηλ.]
κερωμένος [επίθ.] κεφαλαιώδης {κεφαλαιώδ...
κερώνω {κέρω-σα, ... κεφαλαλγία {κεφαλαλγι...
κέσιο [ουσ ουδ.] κεφαλαργία [θηλ.ουσ]
κεστοειδής [ουσ αρσ ] κεφαλαργικός [επίθ.]
κετάνιο [ουσ ουδ.] κεφαλάρι {κεφαλαρ-ι...
κετερχόμενος [επίρ.] κεφάλας ο (χωρίς γ...
κετόνη {κετονών} κεφαλατίσι [ουσ ουδ.]
κετονικός [επίθ.] κεφαλή [θηλ.ουσ]
κετσές {κετσέδες} κεφάλι {κεφαλ-ιού...
κεφάλα [θηλ.ουσ] κεφαλιά [θηλ.ουσ]
κεφαλαδίκιν [ουσ ουδ.] κεφαλιάζω [ρ.]
κεφάλαια [ουσ ουδ πληθ.] κεφαλίδα [θηλ.ουσ]
κεφαλαιαγορά {χωρ. πληθ... κεφαλικός [επίθ.]
κεφάλαιο {κεφαλαί-ο... κεφάλιν [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: