Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκεφαλή
ουσιαστικό θηλυκό 1 testa ~f~, capo ~m~ κεφαλή αγάλματος == la testa di una statua 2 militare testa ~f~ (di una colo`nna milita`re) 3 (fig) testa ~f~, testa`ta ~f~, testi`na ~f~, capo ~m~ κεφαλή πορείας == la testa di un corteo | πυρηνική κεφαλή == testata nucleare | η κεφαλή της καρφίτσας == la capocchia di uno spillo | η κεφαλή του πικάπ == la testina del giradischi | η κεφαλή της εκκλησίας == il capo della chiesa+++κατά κεφαλήν == pro capite, a testa permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματακάθουμαι στην κεφαλή του τραπεζιού = sedere a capotavola Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |