Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κεφαλιά  
ουσιαστικό θηλυκό

testa`ta ~f~, colpo ~m~ con la testa βάζω γκoλ με κεφαλιά == segnare di testa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κεφάλι κεφαλιάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---