Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκεφάλι
ουσιαστικό ουδέτερο 1 testa ~f~, capo ~m~ πονάει το κεφάλι μου == mi fa male la testa | γυρίζει το κεφάλι μου == mi gira la testa | νιώθω βαρύ το κεφάλι μου == sentire la testa pesante | σκύβω το κεφάλι μου == chinare la testa | έπεσε με το κεφάλι == è caduto a testa in giù, a capofitto 2 (fig) testa ~f~ ένα κεφάλι σκόρδο == una testa d'aglio 3 di animali capo ~m~ εκατό κεφάλια γίδια == cento capi di capre+++ένα κεφάλι τυρί == una forma di formaggio | αγύριστo κεφάλι == testa dura, testardo | κάνω του κεφαλιού μου == fare di testa propria | σήκωσε κεφάλι == ha alzato la testa, si è ribellato | σκύβω το κεφάλι == abbassare la testa, piegarsi | πέσανε κεφάλια == sono cadute molte teste | κόβω το κεφάλι μού == ci scommetto la testa | χτυπώ το κεφάλι μου == mordersi le dita, pentirsi | σπάω το κεφάλι μου == rompersi la testa, lambiccarsi il cervello, spremere le meningi | κυνηγοί κεφαλών == cacciatori di teste κεφάλιν ουσιαστικό ουδέτερο variante di [κεφάλι] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |