Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κεφαλαλγία  
ουσιαστικό θηλυκό

medicina cefale`a ~f~, cefalalgi`a ~f~

κεφαλαργία
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κεφαλαλγία]

κεφαλουργία
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [κεφαλαλγία]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κεφαλαιώδης κεφαλαργικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---