Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκερνάω
ρήμα μεταβατικό variante di [κερνώ] κερνώ ρήμα μεταβατικό 1 versa`re da bere 2 offri`re (da bere, da mangia`re) η νoικoκυρά μάς κέρασε ένα πολύ ωραίο γλυκό == la padrona di casa ci ha offerto un dolce buonissimo | να Σας κεράσω έναν καφέ; == Le offro un caffè? 3 paga`re (da bere, da mangia`re) σήμερα κερνάω εγώ == oggi pago io | αυτό τo κερνάει τo μαγαζί == questo lo offre la casa permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |