Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κερματοδέκτης  
ουσιαστικό αρσενικό

1 macchine`tta ~f~ distributri`ce
2 contato`re ~m~ a getto`ni

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κερματισμός κερμεζής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---