Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κεφαλαιοκράτης  
ουσιαστικό αρσενικό

capitalista ~mf~

κεφαλαιοκράτις
ουσιαστικό θηλυκό

variante letteraria di [κεφαλαιοκράτισσα]

κεφαλαιοκράτισσα
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [κεφαλαιοκράτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κεφαλαιοαγορά κεφαλαιοκρατία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---