Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

καυχησιολογία {καυχησιολ... καφετζής {καφετζήδε...
καυχησιολογώ {καυχησιολ... καφετζού {καφετζούδ...
καύχησις [θηλ.ουσ] καφετής [επίθ.]
καυχί [ουσ ουδ.] καφετί [ουσ ουδ.]
καυχιέμαι {καυχήθηκα... καφετιέρα {χωρ. γεν....
καύχισμα [ουσ ουδ.] καφίζιν [ουσ ουδ.]
καύχος [ουσ ουδ.] καφρίλα {χωρ. πληθ...
καύχος [ουσ αρσ ] κάφρος [ουσ αρσ και θηλ.]
καυχώμαι {-άσαι...}... καφτάνι {καφταν-ιο...
καφάσι {καφασ-ιού... κάφτω [ρ. μτβ. και αμετβ.]
καφασωτό [ουσ ουδ.] καφωδείο [ουσ ουδ.]
καφασωτός [επίθ.] καχεκτικός [επίθ.]
καφέ [επίθ.] κα§χεκ§τι§κό§τα§τος [επίθ.]
καφέ [ουσ ουδ.] κα§χεκ§τι§κό§τε§ρος [επίθ.]
καφεδί [επίθ.] καχεκτικότητα [θηλ.ουσ]
καφεΐνη {χωρ. πληθ... κα§χεκ§τι§κώ§τα§τος [επίθ.]
καφεκοπτείο [ουσ ουδ.] κα§χεκ§τι§κώ§τε§ρος [επίθ.]
καφενείο [ουσ ουδ.] καχεξία {χωρ. πληθ...
καφενόβιος [επίθ.] καχύποπτα [επίρ.]
καφεόδεντρο {-ου κ. -έ... καχύποπτος [επίθ.]
καφεοπαραγωγός [επίθ.] καχυποψία {καχυποψιώ...
καφεοφόρος [επίθ.] κάψα {1} {χωρ. γεν....
καφές {καφέδες} κάψα {2} {χωρ. γεν....
καφετερία {καφετεριώ... καψαλίζω {καψάλισ-α...
καφετέρια {καφετεριώ... καψάλισμα [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: