Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καψαλίζω  
ρήμα μεταβατικό

bruciacchia`re, abbrustoli`re, fiammeggia`re καψαλίζω τo κοτόπουλο == bruciacchiare, fiammeggiare il pollo

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κάψα {2} καψάλισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---