Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καψόνι  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 militare fati`ca ~f~ priva di senso impo`sta ai soldati dai superio`ri
2 (fig) sche`rzo ~m~ da preti, burla ~f~ crude`le

καψώνι
ουσιαστικό ουδέτερο

variante di [καψόνι]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κάψις καψούλα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---