Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καψαλισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [καψαλίζω]
2 adu`sto
3 arsi`ccio
4 bollo`so
5 scotta`to
6 secca`to
7 secco

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καψάλισμα καψερός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---