Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκάψιμο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 il brucia`re ~m~, bruciame`nto ~m~, combustio`ne ~f~ 2 brucio`re ~m~, bruci`o ~m~ νιωθω ένα κάψιμο στο λαιμό == avere un bruciore alla gola 3 segno ~m~ di bruciatu`ra, scottatu`ra το τραπέζι έχει καψίματα από τσιγάρο == sul tavolo ci sono segni di bruciatura permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |