Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καχύποπτος  
επίθετο

sospetto`so, diffide`nte μου έριξε μια καχύποπτη ματιά == mi ha lanciato un'occhiata sospettosa

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καχύποπτα καχυποψία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---