Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καφάσι  
ουσιαστικό ουδέτερο

casse`tta ~f~, plateau ~m~ /πλατό/ per la frutta+++μου 'φυγε το καφάσι == sono rimasto stordito, sbalordito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καυχώμαι καφασωτό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---