Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καφασωτός  
επίθετο

muni`to di grata di legno καφασωτό παράθυρο == finestra che, al posto dei vetri, ha una grata di legno

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καφασωτό καφέ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---