Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καφές  
ουσιαστικό αρσενικό

1 caffè ~m~ ελληνικός καφές == caffè greco, caffè alla turca
2 pia`nta ~f~ di caffè+++λέω τον καφέ == leggere i fondi del caffè

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καφεοφόρος καφετερία  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


ο καφές σκέτος = caffè [αρσ.] amaro || ο καφές μέτριος = caffè [αρσ.] con poco zucchero || ο βαρύς καφές = caffè [αρσ.] forte || ο αραιωμένος καφές = caffè [αρσ.] lungo || ο καφές βαρύγλυκος = caffè [αρσ.] molto dolce || ο καφές φραπέ = caffè [αρσ.] shakerato


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---