Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαφετερία
ουσιαστικό θηλυκό 1 caffetteri`a ~f~ 2 caffè ~m~, bar ~m~ καφετέρια ουσιαστικό θηλυκό variante di [καφετερία] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |