Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαύκημα
ουσιαστικό ουδέτερο variante di [καύχημα] καύκισμα ουσιαστικό ουδέτερο variante di [καύχημα] καύχημα ουσιαστικό ουδέτερο orgo`glio ~m~, glo`ria ~f~, vanto ~m~ καύχισμα ουσιαστικό ουδέτερο variante di [καύχημα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |