Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαύκαλο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 cra`nio ~m~, te`schio ~m~ 2 cora`zza ~f~, scudo ~m~ καύχαλο ουσιαστικό ουδέτερο variante di [καύκαλον] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |