Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καυκησά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [καυχησιά]

καυχησά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [καυχησιά]

καυχησιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 millanteri`a ~f~
2 sbruffona`ta ~f~
3 spaccona`ta ~f~
4 spara`ta ~f~
5 vanteri`a ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καύκημα καυκησάρης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---