καυχησιάρης
επίθετο
chi si vanta, millantato`re ~m~, smargia`sso ~m~
καυχησιάρα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [καυχησιάρης]
καυκησάρης
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [καυχησιάρης]
καυχησάρης
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [καυχησιάρης]
επίθετο
chi si vanta, millantato`re ~m~, smargia`sso ~m~
καυχησιάρα
ουσιαστικό θηλυκό
femminile di [καυχησιάρης]
καυκησάρης
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [καυχησιάρης]
καυχησάρης
ουσιαστικό αρσενικό
variante di [καυχησιάρης]
permalink
καυχησάρης [ουσ αρσ ]
καυχησιάρα [θηλ.ουσ]
καυχησιάρης {καυχησιάρ...
---CACHE---

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android