Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Καυκάσια
επίθετο

femminile di [Καυκάσιος]

Καυκάσιος  
επίθετο

abita`nte della Cauca`sia, del Ca`ucaso, cauca`sico

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καύκαλο Καύκασος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---