Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


καυλώνω  
ρήμα αμετάβατο

((volgare)) ave`re vo`glia di scopa`re, eccita`rsi sessualme`nte, arrapa`rsi

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  καύλωμα καύμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---