Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κατώφλι  
ουσιαστικό ουδέτερο

soglia ((anche in senso figurato)) στο κατώφλι του γήρατος == sulla soglia della vecchiaia | βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας νέας επoχής == ci troviamo alle soglie di un'era nuova

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατωφέρεια κατωφοριάζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---