Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


κάτω  
επίθετο

1 di sotto, inferio`re o κάτω όροφος == il piano inferiore, il piano di sotto | τα κάτω άκρα == gli arti inferiori | o κάτω κόσμoς == l'aldilà, l'altro mondo
2 meridiona`le, del sud, basso η κάτω Ιταλία == l'Italia del sud, la bassa Italia
3 basso οι Κάτω Χώρες == i Paesi Bassi | o κάτω Νείλος == il basso Nilo

κάτω
επίρρημα

1 sotto, giù κάτω από το τραπέζι == sotto il tavolo | γλιστρώ κάτω από τα σκεπάσματα == infilarsi sotto le coperte | θα σε περιμένω κάτω απ' το σπίτι == ti aspetto sotto casa | μένει κάτω από μας == abita sotto di noi | κατεβαίνω κάτω == scendere giù | κάτσε κάτω! == siediti! | κάτω τα χέρια! == giù le mani! | κάτω στο λιμάνι == giù al porto | εδώ κάτω == quaggiù | εκεί κάτω == laggiù | πιο κάτω == più giù, più sotto
2 per terra, sul pavime`nto, giù ακoύμπησε κάτω τη βαλίτσα == appoggia la valigia per terra!, metti giù la valigia! | κoιμάμαι κάτω == dormire sul pavimento
3 sotto, inferio`re di, a για παιδιά κάτω των 14 χρόνων == per ragazzi sotto i quattordici anni | o υπoλοχαγός είναι κάτω από το λοχαγό == il tenente è sotto il capitano+++πάνω κάτω == su per giù, più o meno, approssimativamente | στο κάτω κάτω == in fin dei conti, alla fin fine | βάζω κάτω κάπoιoν == mettere sotto qualcuno | δεν τo βάζει κάτω == non si dà per vinto | άνω κάτω == sottosopra

κάτω!
επιφώνημα

abba`sso! κάτω o φασισμός! == abbasso il fascismo!

κάτων
επίρρημα

variante di [κάτω]

κατώτατος  
επίθετο

1 superlativo di [κατω]
2 bassi`ssimo, mi`nimo, i`nfimo κατωτάτoυ επιπέδου == di bassissimo livello | κατώτατo όριο ταχύτητας == limite minimo di velocità | πρoϊόν κατωτάτης ποιότητος == prodotto di infima qualità | o κατώτατος βαθμός στην ιεραρχία == il grado più basso della gerarchia

κατώτερος
επίθετο

1 comparativo di [κατω]
2 inferio`re κατώτερες μορφές ζωής == forme inferiori di vita | τα κατώτερα στρώματα του γήινου φλoιoύ == gli strati inferiori della crosta terrestre
3 inferio`re, subalte`rno κατώτερος αξιωματικός == ufficiale inferiore
4 inferio`re, peggio`re κατώτερη ποιότητα == qualità inferiore

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  κατχυσμένα κατώγι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


παίρνω την κάτω βόλτα = andare in malora || από πάνω μέχρι κάτω = da cima a fondo || το κάτω χείλος = il labbro [αρσ.] inferiore || στο κάτω κάτω = in fin dei conti || οι Κάτω Χώρες [f.] = Paesi [αρσ. πλυθ.] Bassi || απαγορεύεται στους κάτω των 18 ετών = vietato ai minori di 18 anni


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---