Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

θηλιά [θηλ.ουσ] θήραμα {θηράμ-ατο...
θηλιασμένος [επίθ.] θήρειος [επίθ.]
θηλομανής [επίθ.] θήρευμα [ουσ ουδ.]
θήλυ [ουσ ουδ.] θηρευτής [ουσ αρσ ]
θηλύκι [ουσ ουδ.] θηρεύω {θήρευ-σα,...
θηλυκό [ουσ ουδ.] θηρίο [ουσ ουδ.]
θηλυκοποίηση [θηλ.ουσ] θηριοδαμαστής [ουσ αρσ ]
θηλυκός [επίθ.] θηριοδαμάστρια {θηριοδα-μ...
θηλυκότητα {χωρ. πληθ... θηριόμορφος [επίθ.]
θηλύκωμα [ουσ ουδ.] θηρίον [ουσ ουδ.]
θηλυκωμένος [επίθ.] θηριοτροφείο [ουσ ουδ.]
θηλυκώνω {θηλύκω-σα... θηριωδέστατος [επίθ.]
θηλυπρέπεια [θηλ.ουσ] θηριωδέστερος [επίθ.]
θηλυπρεπέστατος [επίθ.] θηριώδης {θηριώδ-ου...
θηλυπρεπέστερος [επίθ.] θηριωδία {θηριωδιών...
θηλυπρεπής {θηλυπρεπ-... θηριωδίες [θηλ. ουσ πληθ.]
θηλυπρεπής [ουσ αρσ ] θηριωδώς [επίρ.]
θηλώδης [επίθ.] θησαυρίζω {θησαύρισ-...
θήλωμα {θηλώμ-ατο... θησαυρίζω {θησαύρισ-...
θηλωματώδης [επίθ.] θησαυρισμένος [επίθ.]
θημωνιά [θηλ.ουσ] θησαυρός [ουσ αρσ ]
θημωνιάζω {θημώνιασ-... θησαυροφύλακας [ουσ αρσ ]
θημώνιασμα [ουσ ουδ.] θησαυροφυλάκιο {θησαυροφυ...
θημωνιασμένος [επίθ.] Θησέας [κύρ.όν. αρσ.]
θήρα {χωρ. πληθ... θήτα [ουσ ουδ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: