Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θηλύκωμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 affibbiatu`ra ~f~
2 agganciame`nto ~m~
3 allacciame`nto ~m~
4 calettatu`ra ~f~
5 incastratu`ra ~f~
6 inca`stro ~m~ a coda di ro`ndine
7 inca`stro ~m~ a ma`schio e fe`mmina

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θηλυκότητα θηλυκωμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---