Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θηλυκός  
επίθετο

1 femmini`le θηλυκό καναρίνι == canarino femmina | θηλυκό γένος == genere femminile
2 che ha una parte cava, rientra`nte θηλυκιά βίδα == vite femmina, madrevite
3 (fig) fe`rtile, feco`ndo θηλυκό μυαλό == mente fertile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θηλυκοποίηση θηλυκότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---