Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθηλυπρεπέστατος
επίθετο superlativo di [θηλυπρεπής] θηλυπρεπέστερος επίθετο comparativo di [θηλυπρεπής] θηλυπρεπής επίθετο effemina`to, femmi`neo θηλυπρεπής ουσιαστικό αρσενικό effemina`to ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |