Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θηριωδέστατος
επίθετο

superlativo di [θηριώδης]

θηριωδέστερος
επίθετο

comparativo di [θηριώδης]

θηριώδης  
επίθετο

bestia`le, mostruo`so, fero`ce, feri`no

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θηριοτροφείο θηριωδία  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---