Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θηρίο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 be`stia ~f~ fero`ce, belva ~f~, fie`ra ~f~ τα θηρία της ζούγκλας == le belve della giungla
2 mostro ~m~
3 (fig) perso`na ~f~ alta e robu`sta, colo`sso ~m~, giga`nte ~m~
4 (fig) mostro ~m~, perso`na ~f~ crude`le γίνομαι θηρίο == andare in bestia

θηρίον
ουσιαστικό ουδέτερο

variante letteraria di [θηρίο]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θηρεύω θηριοδαμαστής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---