Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθησαυρίζω
ρήμα αμετάβατο arricchi`rsi, diventa`re strari`cco, fare, accumula`re fortu`na θησαύρισε στην Αμερική == ha fatto fortuna in America θησαυρίζω ρήμα μεταβατικό ammassa`re, accumula`re cose prezio`se, tesaurizza`re ((specialmente figurato)) θησαυρίζω γνώσεις == accumulare nozioni permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |