Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θιασώτης  
ουσιαστικό αρσενικό

segua`ce ~m~~f~, fauto`re ~m~, sostenito`re ~m~ θιασώτης μιας θεωρία == fautore di una teoria

θιασώτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [θιασώτης]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θίασος Θιβετιανή  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---