Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
θιξοτροπία
ουσιαστικό θηλυκό
tixotropi`a ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< θίνα
θιός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
θιβετιανός
[ουσ αρσ ]
θιγμένος
[επίθ.]
θίγομαι
[ρ. παθ.]
θίγω
{έθιξα | θ...
θίνα
{σπάν. θιν...
θιξοτροπία
[θηλ.ουσ]
θιός
[ουσ αρσ ]
Θίσβη
[κύρ.όν. θηλ.]
θιωρώ
[ρ. μτβ.]
θλάση
{-ης κ. -ά...
θλίβγω
[ρ. μτβ.]
θλιβερά
[επίρ.]
θλιβερός
[επίθ.]
θλιβερότατος
[επίθ.]
θλιβερότερος
[επίθ.]
θλιβερώτατος
[επίθ.]
θλιβερώτερος
[επίθ.]
θλίβομαι
μππ. θλιμμ...
θλίβω
{(σπάν.) έ...
θλιμμένα
[επίρ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis