θλίβγω
ρήμα μεταβατικό
variante di [θλίβω]
θλίβομαι
ρήμα παθητικό
1 accora`rsi
2 addolora`rsi
3 affli`ggersi
4 depri`mersi
5 rattrista`rsi
θλίβω
ρήμα μεταβατικό
rattrista`re, addolora`re, affli`ggere με θλίβει η ιδέα της επιστρoφής == l'idea del ritorno mi rattrista