Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θλιβερός  
επίθετο

triste, pieto`so, peno`so, pate`tico μια θλιβερή ιστορία == una storia triste, pietosa | βερή ζωή == vita triste | θλιβερό θέαμα == spettacolo penoso

θλιβερότατος
επίθετο

superlativo di [θλιβερός]

θλιβερότερος
επίθετο

comparativo di [θλιβερός]

θλιβερώτατος
επίθετο

superlativo di [θλιβερός]

θλιβερώτερος
επίθετο

comparativo di [θλιβερός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θλιβερά θλίβομαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---