Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόθεωρούμαι
ρήμα παθητικό 1 considera`rsi 2 reputa`rsi 3 ritene`rsi θεωρώ ρήμα μεταβατικό 1 ((letterario)) contempla`re, osserva`re, guarda`re θεωρώ τους αστέρες == contemplare le stelle 2 ((letterario)) rivede`re θεωρώ ένα άρθρο == rivedere un articolo 3 ((letterario)) cre`dere, ritene`re, considera`re δε τον θεωρούσα ικανό για κάτι τέτοιο == non lo ritenevo, non lo consideravo capace di ciò | το θεώρησε ως δεδομένο == lo dava per scontato | με θεωρείς χαζό; == mi credi stupido? θιωρώ ρήμα μεταβατικό variante di [θεωρώ] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |