Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θεωρία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 teori`a ~f~ η θεωρία και η πράξη == la teoria e la pratica
2 teori`a ~f~, dottri`na ~f~ η κβαντική θεωρία == la teoria dei quanti, la teoria quantistica
3 ((figurato)) di persona bell'aspe`tto ~m~, impone`nza ~f~

θωρία
ουσιαστικό θηλυκό

variante rara di [θεωρία]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θεωρήτρια θεωρούμαι  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---