Ιταλικό Λεξικό
Ιταλικό Λεξικό
Italiano
Menu
Italiano
Αρχική λεξικό
  • Ελληνο-ιταλικό λεξικό
  • Ιταλο-ελληνικό λεξικό
  • Οδηγίες
  • Συντομογραφίες
  • Βιβλιογραφικές σημειώσεις
  • Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
  • Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρησιμότητα
  • Χάρτης Ιστότοπου
Χρήση
  • Ποιοι είμαστε
  • Πoλιτική απορρήτου
  • Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
  • Φόρμα επικοινωνίας
Αρχική›Ελληνοιταλικό›Θηβαίος

GrecoItaliano

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό

Θηβαίος  
ουσιαστικό αρσενικό

abita`nte ~m~~f~ della città di Tebe, teba`no ~m~

Θηβαία
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [Θηβαίος]

permalink
‹ θηβαϊκός
θηκάρι ›



Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

θεωρούμενος [επίθ.]
θεωρώ {θεωρ-είς....
Θήβα [κύρ.όν. θηλ.]
Θηβαία [θηλ.ουσ]
θηβαϊκός [επίθ.]
Θηβαίος [ουσ αρσ ]
θηκάρι {θηκαρ-ιού...
θηκαρώνω {θηκάρω-σα...
θήκη {θηκών}
θηλάζω {θήλασ-α, ...
θηλάζω {θήλασ-α, ...
θηλαίος [επίθ.]
θήλασμα [ουσ ουδ.]
θηλασμένος [επίθ.]
θηλασμός [ουσ αρσ ]
θηλαστικό [ουσ ουδ.]
θηλαστικός [επίθ.]
θήλαστρο {θηλάστρ-ο...
θηλειά [θηλ.ουσ]
θηλή [θηλ.ουσ]


{{ID:QHBAIOS100}}
---CACHE---

Olivetti Media Communication
Οι Ιστοτοποι Μασ
  • Dizionario italiano
  • Grammatica italiana
  • Verbi Italiani
  • Dizionario latino
  • Dizionario greco antico
  • Dizionario francese
  • Dizionario inglese
  • Dizionario tedesco
  • Dizionario spagnolo
  • Dizionario greco moderno
  • Dizionario piemontese
En français
  • Dictionnaire Latin
  • Verbes italiens
In english
  • Latin Dictionary
  • Italian Verbs
In Deutsch
  • Italienische Verben
En español
  • Los verbos italianos
Em portugues
  • Os verbos italianos
По русски
  • Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
  • Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
  • Dissionari piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android
  • Dizionario italiano
© 2013-2028 - Με επιφύλαξη παντός δικαιώματος - Olivetti Media Communication
ΛΕΞΙΚΟ ΙΤΑΛΙΚΩΝ του κ. Enrico Olivetti