Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


θλιμμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [θλίβω]
2 addolora`to, rattrista`to, affli`tto θλιμμένο βλέμμα == sguardo triste

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  θλιμμένα θλίψη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---