Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΘιβετιανή
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Θιβετιανός] Θιβετιανός επίθετο del Tibet, tibetano θιβετιανός ουσιαστικό αρσενικό abitante ~m~~f~ del Tibet, tibetano permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |